περίπλου

περίπλου
περίπλους
masc/fem/neut gen sg
περιπέλομαι
move round
imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μαλασπίνα, Αλεσάντρο — (Alessandro Malaspina, Μουλάτσο, Λουνιγκιάνα 754 – Ποντρεμόλι, 1810). Ιταλός θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Ήταν ο τρίτος γιος του μαρκησίου Κάρλο Μορέλο και της Καταρίνα Μελιλούπι, κόρης του πρίγκιπα της Σοράγια. Το δουκάτο της Πάρμας, όπου… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… …   Dictionary of Greek

  • Στανιουκόβιτς, Κονσταντίν Μιχαήλοβιτς — Ρώσος συγγραφέας (1843 1903). Σπούδασε στη σχολή ναυτικών δοκίμιων της Πετρούπολης. Το 1860 πραγματοποίησε έναν περίπλου της Γης, που τον περιέγραψε στο πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο Από τον περίπλου της Γης (1867). Μερικά χρόνια αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Αθήναι — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, κοντά στη νότια όχθη της λίμνης Κωπαΐδας. Η πόλη κατακλύστηκε –άγνωστο πότε– από τα νερά της λίμνης, χωρίς να διασωθεί το παραμικρό ίχνος της. 2. Διάδες Α. Πόλη της Εύβοιας, που χτίστηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Αλβιών — (Albion). Αρχαία ονομασία των Βρετανικών νησιών, που διατηρήθηκε αργότερα μόνο για την Αγγλία. Αναφέρεται και με το όνομα Αλβίων και Αλουίων. Στον Περίπλου του Μαρκιανού (410 π.Χ.) μνημονεύονται δύο νησιά, η Α. και η Ιουερνία, από τα οποία η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”